στομαχικόν

στομαχικόν
στομαχικός
of the stomach
masc acc sg
στομαχικός
of the stomach
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στομαχικός — ή, ό / στομαχικός, ή, όν ΝΜΑ [στόμαχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στομάχι (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ συγκοπή» Γαλ. γ. «στομαχικὸν πάθος», Αρετ.) 2. αυτός που πάσχει από χρόνια πάθηση τού στομάχου (α. «και ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”